bird
[bErd] ουσ. πουλί, πτηνό: some birds cannot fly μερικά πουλιά δεν μπορούν να πετάξουν # ιδ. κοπελιά, γκομενάκι, μανούλι, κορίτσι: I got a new bird βρήκα καινούριο γκομενάκι
{ηλεκτρονικό λεξικό magenta}
<< Ντάάνς Μπέρντ...Ντάάάανς!!!! >>
...whatever!!!
4 σχόλια:
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟ ΠΤΗΝΟ!!!
xaxaxaxxa
kai esy poulaki mou...
ουου, καλα πεταγματα!
το πουλί και το αηδόνι...
dance little sister
Δημοσίευση σχολίου